- υδρομάστευση
- [-ις (-εως)] η бурение земли в поисках воды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρομάστευση — η, Ν διάτρηση τού εδάφους με γεωτρύπανο για την ανεύρεση και τη χρησιμοποίηση υπόγειων πηγών ή λεκανών νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + μάστευση «έρευνα» (< μαστεύω)] … Dictionary of Greek
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek